- ομοιοσχημοσυνη
- ὁμοιοσχημοσύνηὁμοιο-σχημοσύνηἥ сходство по виду или по форме Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ομοιοσχημοσύνη — ὁμοιοσχημοσύνη, ἡ (ΑΜ) [ομοιοσχήμων] η ομοιότητα ως προς το σχήμα, τη μορφή ή τη θέση … Dictionary of Greek
ὁμοιοσχημοσύνη — uniformity fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοσχημοσύνην — ὁμοιοσχημοσύνη uniformity fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοσχημοσύνης — ὁμοιοσχημοσύνη uniformity fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)